Οι φοβεροί και τρομεροί Orange Goblin έκαναν το αναμενόμενο την Παρασκευή το βράδυ στο Eightball, έπαιξαν ένα καλό σετ γεμάτο σκληρό ροκ τόσο δυνατά που τα αυτιά μας ακόμα βουίζουν. Οι θαυμαστές του Tolkien και των έντονων χρωμάτων, οι πιστοί στο heavy metal – doom ήχο τους και συχνοί θαμώνες της Ελλάδας χτύπησαν και πάλι. Την συναυλία ξεκίνησαν οι Sadhus “The Smoking Community”
κι έπεσαν σαν μετεωρίτης στα κεφάλια του κοινού που ήδη άρχιζε να
γεμίζει το χώρο του 8ball. Sludge – Doom από τα μέρη μας και η καλύτερη
εισαγωγή για μια βραδιά που θα εξελισσόταν σε heavy metal party με
αρκετό κέφι, head banging και μπύρες! Ακριβώς στις 22:30 ανέβηκαν στη σκηνή οι τέσσερεις Λονδρέζοι Orange Goblin.
Με επιλογές απ’ όλη τη δισκογραφία τους, εικοσιπέντε χρόνια σχεδόν,
κατάφεραν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του κόσμου και να δείξουν
ότι παραμένουν τίμιοι υποστηρικτές της σκηνής. Και δεν ήταν αυτή ούτε η
πρώτη, ούτε η δεύτερη, ούτε η τρίτη φορά που ήρθαν για να παίξουν
ζωντανά στη Θεσσαλονίκη. Στο πλαίσιοα της προώθησης ενός ακόμα
καλού δίσκου με τίτλο “The Wolf Bites Back” επέλεξαν κομμάτια –
δυναμίτες από όλη τη δισκογραφία τους όπως τα “Scorpionica”, “The Filthy
and The Few”, “Saruman’s Wish”, “The Fog”, “Some You Win, Some You
Lose”, “Your World Will Hate This”, “Blue Snow”, “Quincy The Pigboy” κι
έναν φόρο τιμής στον Ian “Lemmy Kilmister” με το “No Class” των
Motorhead. Για μια ακόμη φορά ο Ben Ward και
η παρέα του έδωσαν μαθήματα απλού κι εκκωφαντικού metal κι απέδειξαν
ότι μερικά πράγματα με τον χρόνο γίνονται καλύτερα. Τα λέμε στην επόμενη
περιοδεία…
Πέμπτη βράδυ, η Θεσσαλονίκη στην καρδιά της Δ.Ε.Θ. φιλοξενεί τον Σάκη
Ρουβά. Η Εγνατία στο μεγαλύτερο μήκος της είναι μποτιλιαρισμένη. Πλήθος
αμαξιών σε αναζήτηση θέσης στάθμευσης, θαυμαστές κάθε ηλικίας και
μικρές επιχειρήσεις του δρόμου προσπαθούν να κατευθυνθούν προς το κέντρο
της πόλης. Την ίδια ώρα στο δυτικό κομμάτι κάτι άλλο ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Το Fix Factory of Sound είναι στις 21.15 μισογεμάτο και η
A.A. Williams ανεβαίνει στη σκηνή. Μία τραγουδίστρια από το Λονδίνο, που
μόλις φέτος έβγαλε το πρώτο της E.P. τραβάει την προσοχή με τον death
gospel προσανατολισμό της. Φρέσκος βρετανικός ήχος, μινόρε
κλίμακες, σύντομα ξεσπάσματα, απόδειξη ότι το «βαρύ» στη μουσική δεν
σημαίνει κατ’ ανάγκη εκκωφαντικό! Αυτό το μέρος είναι γνωστό για την αγγλική τυπικότητά του στις ώρες έναρξης και την ποιότητα του ήχου.
Οπότε, στις 22.30 ακριβώς, οι καπνοί έχουν αρχίσει να πνίγουν τη σκηνή
και να κατακλύζουν όλο το χώρο και δεν θα σταματήσουν παρά λίγα λεπτά
πριν τα μεσάνυχτα. Τώρα είναι η ώρα του Andrew Eldritch! Του καλλιτέχνη
με τους 3 εκπληκτικούς δίσκους και τα 20 ισάξια singles στη δεκαετία του
’80.
Όταν έχεις να επιλέξεις από ένα τέτοιο ρεπερτόριο μπροστά σε ένα
κατάμεστο μεσογειακό συναυλιακό μέρος, η καλύτερη εισαγωγή σου είναι το περισσότερο“More”!
Κι απλά χορεύεις με τον ιδιαίτερο τρόπο σου, τραγουδάς με την
απαράλλακτη για 40 χρόνια φωνή σου και δεν αφήνεις το κοινό να
αναπολήσει… “No Time to Cry”.
Πολλοί σχολίαζαν την παρουσία ενός εξηντάρη, που έχει δεκαετίες να κυκλοφορήσει νέο δίσκο, και την ποιότητα των συναυλιών του. Αυτού
που συνεχίζει να περιοδεύει σαν να μην υπάρχει αύριο και σέβεται το
υλικό που ο ίδιος συνέθεσε και δημιούργησε μια ολόκληρη λατρευτική
μουσική σκηνή γύρω από αυτό. Η απάντηση έρχεται από τους
χιλιάδες, κάθε ηλικίας, που τραγούδησαν και χόρεψαν, φώναξαν κι
ευχαριστήθηκαν μέσα στο κολαστήριο που έστησε ο Eldritch και τους
χαμογελούσε πίσω από τα μαύρα γυαλιά του.
Περάσματα σε πιστές εκτελέσεις από “Ribbons”, “Doctor Jeep”, “Alice”, “First and Last and Always”, “Marian”, “We are the Same, Susanne” και το αποκαλυπτικό “Dominion / Mother Russia” ήταν αυτά που μέσα στην πρώτη ώρα και με την θερμοκρασία να αυξάνεται συνεχώς φέρανε στο μυαλό μας εκείνες τις λέξεις… “In the heat of the moment, some say prayers, I say mine”. Το δεύτερο μέρος ήταν ολόκληρη η επιτομή του dark wave και
post punk που επικρατούσε στην Μεγάλη Βρετανία το δεύτερο μισό του ’80
και λατρεύτηκε στη χώρα μας. Ο καπνός και τα φώτα δεν
σταμάτησαν να χορεύουν πάνω στους δυο κιθαρίστες, στον Doktor Avalanche
που είναι υπεύθυνος για αυτά τα bass beats από την αρχή τους και στον
αεικίνητο κι ενθουσιώδη Andrew Eldritch. “I Was Wrong”, “Flood”, “Lucretia, My Reflection”, “Vision
Thing”, “Temple of Love” και “This Corrosion” μ’ αυτή ακριβώς τη σειρά
ήταν μια ονείρωξη μισής ώρας κι όνειρο ζωής για τους παρευρισκομένους
και κάθε μουσικόφιλο. Και το ζήσαμε! Αυτό είναι το rock ‘n’ roll που χορέψαμε και τραγουδήσαμε
κάτω από τους ήχους του drum machine των Sisters of Mercy όλη μας την
εφηβεία. Ο Leonard Cohen θα είναι περήφανος που έδωσε την
έμπνευση στον Andrew Eldritch για το όνομά τους. Κι εμείς; Περάσαμε
πανέμορφα. Εσύ είχες πολλές τέτοιες στιγμές μουσικής ευτυχίας τελευταία;
Είναι οι φορές που τα συναισθήματα αρνούνται να καταγραφούν. Ο
αντιπρόσωπος της Corwood Industries μας γέμισε με τέτοιες σαράντα χρόνια
τώρα. Από τις στιγμές που λάμβανες ένα φάκελο με την χειρόγραφη
διεύθυνσή σου, μέχρι τώρα, που βρέθηκες σε ένα χώρο, μίλια μακριά, μαζί
με 30 ακόμα "περίεργους" να ακούσεις-δεις-βιώσεις ζωντανά τον Jandek. Ή
καλύτερα το φαινόμενο πίσω από την μαυροφορεμένη φιγούρα με το στρογγυλό
καπέλο. To "Kooken" που προηγήθηκε
ήταν ένα ακόμα σημάδι ότι με τον πιο ιδιόμορφο τρόπο ο Jandek αφήνει να
βιογραφηθεί το τώρα του. Τραβηγμένο στο χέρι (αυτό σημαίνει σαν να
έφτιαχνε την πρώτη του ταινία ο μικρός αδερφός σου), δείχνει τον ίδιο να
περπατάει στους δρόμους της γειτονιάς του με μια νεαρή δημοσιογράφο ή
απλά φίλη. Δεν θα μιλήσει για τα επτά μυθιστορήματα που απορρίφτηκαν από
δεκάδες εκδοτικούς οίκους, ούτε για τις περισσότερες από 60 κυκλοφορίες
του στην δική του δισκογραφική εταιρεία. Δεν θα αναφερθεί στην μανία
του να καταγράφει τις ζωντανές του εμφανίσεις, στην τεράστια
παραγωγικότητα, στους σκοτεινούς κι ακαταλαβίστικους στίχους του, στον
κ. Smith που κάνει όλη την επικοινωνία και του μοιάζει τρομερά, στις
φωτογραφίες των εξώφυλλων του, ούτε γιατί αποφάσισε να εμφανιστεί
ζωντανά για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2004 στη Σκωτία (με τη συνοδεία
του Richard Youngs). Η προσωπική μου
σχέση ξεκινάει τη δεκαετία του '80. Πριν την αναφορά του ονόματός του
από τον Kurt Cobain, πριν την αγόρευσή του σε ένα από τα πιο
ενδιαφέροντα ονόματα από το Spin, πριν δημιουργηθεί το fan-site με όλους
τους στίχους του, πριν το ιντερνετικό κατάλογο, πριν τα κινητά, πριν το
γρήγορο ίντερνετ, τότε που το Houston δεν ήταν δίσκος των Charalambides
αλλά η λέξη που προλόγιζε την πρόταση: "We have a problem"!
Δεν
κατάφερα να προλάβω εισιτήριο τον Απρίλιο του 2013 ούτε να τον δω
ζωντανά στο τριήμερο το Φεβρουάριο του 2014 στο Cafe Oto παρόλο που
βρισκόμουν στο Λονδίνο, οπότε το Bush Hall τον Οκτώβρη του 2019 ήταν η
ιδανική στιγμή για την πρώτη μου φορά, μετά από τόσα χρόνια φιλίας! Μετά
από πέντε χρόνια κυκλοφόρησε και ο πρώτους του δίσκος με όχι ζωντανές
ηχογραφήσεις, οπότε στο σκοτεινό κι επιβλητικό μπλε φόντο του Bush Hall
κάπου πάνω από το Hammersmith ήρθε η ώρα για τον κύριο Smith. Ζωντανό!
Είναι η εκκεντρική φιγούρα που περίμενες να δεις, μυστήριος κι απόμακρος, πως αλλιώς φανταζόσουν κάποιον που βγάζει τον πρώτο του δίσκο το 1978 στη δική του εταιρεία με πρώτο νούμερο το 0739 και πλησιάζει πια σήμερα τις εκατό κυκλοφορίες με την ίδια αισθητική εξώφυλλων!